- αλτικός
- -ή, -ό (Α ἁλτικός, -ή, -όν) [ἅλλομαι]νεοελλ.ο σχετικός με το άλμααρχ.1. αυτός που τά καταφέρνει στο άλμα, ο ικανός στο άλμα2. «ἁλτικὰ μόρια», τα μέλη που κινητοποιούνται κατά το άλμα3. «ἁλτικὴ ὄρχησις», για τον χορό τών Σαλίων ιερέων.
Dictionary of Greek. 2013.